Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Ομοφυλοφιλικό και παιδοφιλικό όργιο η ειδωλολατρική αρχαία Ελλάδα

Εδώ και καιρό έχουν κυκλοφορήσει διάφορα πονήματα τα οποία προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Κατά καιρούς μάλιστα είχαν παρατεθεί τμήματα του Κατά Τιμάρχου τού ρήτορα Αισχίνη, ώστε μέσω αυτών να αποδειχτεί από τους Παγανιστές κι εθνικιστές αρχαιολάτρες ότι δεν υπήρχε ομοφυλοφιλία στην αρχαία Αθήνα. Παρακάτω εκτός από μερικά άλλα αποσπάσματα του ίδιου έργου, θα δούμε με αδιάσειστα στοιχεία, το τι συνέβαινε.

Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος.

74. Ξέρετε εκείνους τους τροφίμους των σπιτιών, οι οποίοι κάμνουν αυτήν την δουλειάν. Λοιπόν και αυτοί ακόμη, όταν αναγκάζονται να κάμουν αυτήν τη δουλειά, όμως εντρέπονται και κλείουν τις πόρτες. (...) Ξέρετε το επάγγελμα που εδιάλεξαν και επομένως γνωρίζετε κάθε στιγμή τι κάμνουν.

119. κάθε έτος η Βουλή εκθέτει εις δημοπρασίαν τον πορνικόν φόρον (...) οι ενοικιασταί του φόρου δεν απαιτούν φόρο με εικασίας, αλλά γνωρίζουν καλά ποίοι και ποίαι κάμνουν αυτή τη δουλειά.

136. (...) Ούτε αρνούμαι πως εγώ [=ο Αιχίνης] ο ίδιος και εις το παρελθόν και τώρα ακόμη αγαπώ τα παιδιά και αναγνωρίζω ότι γι’ αυτήν την δουλειά εμάλωσα και ξυλοκοπήθηκα με άλλους. Όσον δια τα ποιήματα [σημ.: 135: «..ερωτικά ποιήματα που έχω γράψει χάριν κάποιων νέων..»] που λέγουν ότι συνέθεσα, άλλα μεν τα αναγνωρίζω (...).

137. Ισχυρίζομαι ότι το (...) να γίνεται ένας νέος ερωμένος κάποιου ανδρός χωρίς χρήμα, επειδή τον αγαπά, είναι πολύ καλόν, αισχρόν δε είναι το να πορνεύεται αντί χρημάτων.

156. Γνωρίζετε, ω Αθηναίοι, τον Κρίτωνα υιόν του Αστυόχου και τον Περικλείδην του Περιθοίδη και τον Πολεμογένην και τον Πανταλέοντα και τον δρομέα Τιμησίθεον (...) οι οποίοι είχαν ερωτικόν σύνδεσμον με πολλούς και πολύ φρόνιμους άνδρας. Όμως κανείς ποτέ δεν τους κατηγόρησε γι’ αυτό.

Από το: Λόγος Ευβοϊκός ή Κυνηγός, του Δίωνα Χρυσόστομου, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος:

268R-269R: (οι πορνοβοσκοί) δημόσια εκθέτουν αιχμάλωτες γυναίκες ή παιδιά, ή με άλλο τρόπο αγορασμένα με λεφτά, για ατίμωση μέσα σε βρώμικα σπίτια, που είναι φανερά σε όλα τα μέρη της πόλης, και κει που περνούν οι άρχοντες και στις αγορές κοντά σε δημόσια κτήρια και σε ιερά, μήτε να σέρνουν σ’ αυτή την ατίμωση και τον εξαναγκασμό βάρβαρους μήτε Έλληνες (...) επειδή έχουν πέσει σε μεγάλη και βαρειά υποδούλωση, κάνοντας έργο πολύ χειρότερο και πιο πολύ ακάθαρτο από τους ιπποφορβούς και ονοφορβούς, αφού δεν βάζουν κτήνη [για να συνουσιασθούν] χωρίς να τα βιάζουν, θεληματικά πάνω σε κτήνη που θέλουν, χωρίς να ντρέπονται καθόλου, αλλά σμπρώχνουν πάνω σε ανθρώπους που ντρέπονται και δεν θέλουν, ανθρώπους μανιακούς κι ακόλαστους, για άσκοπη και ακόλαστη μίξη σωμάτων.

274R: Υπάρχει τρόπος, που αυτό το ακόλαστο γένος [των ανθρώπων] να μπορέση να κρατηθή από το να ατιμάση και να διαφθείρη τα αγόρια, (...) αφού με κάθε τρόπο χορτάση από ασέλγεια με τις γυναίκς κι αφού κορεσθή απ’ αυτή την απόλαυση;

Ο Σόλων σε τρία ποιήματά του εξυμνεί τις κιναιδικές σχέσεις ωρίμου ανδρός με ανήλικα αγόρια. Στο ένα λέει, ότι ευτυχισμένος κι αξιομακάριστος είναι εκείνος που έχει τα εξής τέσσερα πράγματα. Αγόρια που να τα χρησιμοποιεί σαν κιναίδους του, άλογα, κυνηγετικά σκυλιά, και φίλο στο εξωτερικό (Σόλων, απόσπασμα 21 (Bergk Th. , Hiller. E. Crusius O., Anthologia lyrica sice Lyricorum Graecorum veterum praeter Pindarum reliquiae potiores, BT)). Στο δεύτερο κατονομάζει ποια ακριβώς σημεία τους σώματος του αγοριού θέλει ο ίδιος ν’ απολαύσει (Πλούταρχος, Ερωτικός, 5, Αθηναίος, 13, 79).

«Φιλία θερμή ανεπτύχθη μεταξύ των δύο τούτων ανδρών (του Σόλωνος και του Πεισιστράτου) ένεκα της συγγενείας των, αυτή δε η φιλία έγινεν εγκαρδιωτέρα και λόγω της ευφυΐας και της ωραιότητος του Πεισιστράτου, διότι, καθώς λέγουν μερικοί, ο Σόλων διετέθη ερωτικώς προς αυτόν (...ερωτικώς τον Πεισίστρατον ασπαζομένου τού Σόλωνος...)» (Πλούταρχου, Σόλων, 1)

Για τους Μεγαρείς μαρτυρείται στα Σχόλια εις Θεόκριτον, ότι λάτρευαν σαν επιτόπιο ήρωα κάποιον θρυλικό Διοκλέα, επειδή σκοτώθηκε υπερασπιζόμενος τον κίναιδό του, κι ότι στην εορτή του τελούσαν αγωνίσματα κιναιδικών φιλημάτων, ο δε νικητής βραβευόταν με στεφάνι, που πήγαινε και το παρέδιδε στη μαμά του (Σχόλια εις Θεόκριτον, Αίτας (=12), επιγραφή, F. Dubner, Parisiis 1849).

Για τους Χαλκιδείς μαρτυρεί ο Αθηναίος, ότι μαζί με τους Κρήτες ήταν παράφοροι στα κιναιδικά («..περί τα παιδικά δαιμονίως επτόηνται..») (Αθηναίος, 13, 77 (601e)). Ο κιναιδισμός υπήρχε τόσο σαν ελεύθερος έρωτας όσο και σαν εμπορικός, ελεύθερος πάλι ή καταναγκαστικός, που πουλιόταν σε ειδικά πορνεία αρρένων, έτσι «πορνεία» λεγόμενα ή και «οικήματα», από επαγγελματίες κιναίδους ή από καταναγκασμένους (Αριστοφάνης, Ειρήνη, 11 («ηταιρηκώς). Ξενοφών, Απομνημονεύματα, 1, 6, 13 («πόρνος»). Δημοσθένης, Κατ' Ανδροτίωνος παρανόμων, 73 και Επιστολή Δ’ («πόρνος», «ηταιρηκώς»). Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 3 και 119 («πεπορνευμένος», «αισχρώς βεβιωκός»). Ησύχιος, λ. Κεραμεικός).

Ο ελεύθερος και μη εμπορικός κιναιδικός έρωτας μεταξύ δύο αρρένων, ωρίμου αντρός και ανηλίκου αγοριού ή εφήβου, συνήθως 7-20 ετών, ήταν νόμιμος και θεωρούνταν κάτι το ευγενές, ευγενέστερο μάλιστα από το φυσιολογικό και νόμιμο έρωτα αντρός και γυναικός, ενώ το επάγγελμα του κιναίδου του πορνείου θεωρούνταν αισχρό κι επονείδιστο. Ο τέτοιος κίναιδος λεγόταν «πόρνος», πεπορνευμένος», «ηταιρηκώς», «αισχρώς βεβιωκώς», εμποδιζόταν από την είσοδο στα ιερά και τη συμμετοχή στη λατρεία, αποστερούνταν από πολλά πολιτικά δικαιώματα (Δημοσθένης, Κατ' Ανδροτίωνος παρανόμων, 73. Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 3 και 15-16). Η προαγωγή και η έκδοση ελευθέρου ανθρώπου από τρίτον θεωρούνταν κακούργημα και τιμωρούνταν με θάνατο (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 12 και 72 και 184). Αυτό χρησιμοποιούν οι διάφοροι παγανιστές και Αρχαιολάτρες για να μας πείσουν πως τάχα δεν υπήρχε ομοφυλοφιλία.

Το κράτος όμως διατηρούσε ή μίσθωνε σ' επιχειρηματίες «πορνεία» αρρένων (και θηλέων), όπου εκδιδόταν ή αυτοβούλως πήγαιναν, ελεύθεροι πολίτες κίναιδοι, που εισέπρατταν πόρνητρα (δηλαδή κιναιδιάτικα) για λογαριασμό τους, καταβάλλοντας και στο κράτος το «πορνικόν τέλος», που ψήφιζε η βουλή (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 119-120), ή με τη βία δούλοι και Έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου από άλλες ελληνικές πόλεις, οι οποίοι φυσικά δεν έπαιρναν καμία αμοιβή, αλλά εισέπραττε ολόκληρα τα πόρνητρά τους το κράτος ή ο μισθωτής επιχειρηματίας. (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 13. Διογένης Λαέρτιος, 2, 31 και 1, 105 και 4, 46. Δίων Χρυσόστομος, Λόγος Ευβοϊκός (=7 ή 13), 133).

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες κίναιδοι έκαναν και «πιάτσα» στον Κεραμεικό. (Ησύχιος, λ. Κεραμεικός). Την τακτική αυτή των Αθηναίων και το φρόνημά τους σχετικά με τον κιναιδισμό εκφράζει ο Ξενοφών με το στόμα του Σωκράτους λέγοντας: «...Την ώραν εάν μεν τις αργυρίου πωλή τω βουλομένω, πόρνον αυτόν αποκαλούσιν, εάν δε τι, όν αν γνω καλόν τε καγαθόν εραστήν όντα, τούτον φίλον εαυτώ ποιήται, σώφρονα νομίζομεν» = «Εαν κανείς πουλάει τα σωματικά του κάλλη με χρήματα στον τυχόντα που τον θέλει, τον λένε πόρνο, αν όμως κανείς καταλάβει ότι κάποιος είναι ωραίος και καλός εραστής και τον κάνει φίλο του, αυτόν τον θεωρούμε σώφρονα» (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 6, 13).

Στον «ελεύθερο» και μη επαγγελματικό κιναιδισμό ο αρσενοκοίτης λεγόταν παλιότερα «παιδοφίλης» (Ψευτοθέογνις, 1357. Τηλεκλείδης άδηλον, απόσπασμα 26, στον Πολυδεύκη, 2, 76). Από τον Ε π.Χ. αιώνα, «ερών», «εραστής», παιδεραστής» (Πίνδαρος, Ολυμπιονίκες, 1, 23-25. Αριστοφάνης Αχαρνείς 265 και Ιππείς 732. Ξενοφών Απομνημονεύματα 1, 6, 13. Πλούταρχος, Λυκούργος 18, 8) ο δε κίναιδος παλιότερα «παις» (Σόλων, απόσπασμα 21. Αριστοφάνης Νεφέλες, 973) κι από τον Ε΄ π.Χ. αιώνα τα «παιδικά» (Βακχυλίδης, Παιάνες, απ. 4 (13), 80). Σοφοκλής, Αχιλλέως ερασταί, απόσπ. 157 Nauck. Ευριπίδης Κύκλωψ, 584, Θουκιδίδης, 1, 132, 5. Ξενοφών Κύρου ανάβασις 2, 6, 28. Πολυδεύκης 3, 71. Αθηναίος 13, 16.) ο «ερωμένος» (Αριστοφάνης, Ιππείς 737, Ξενοφών Συμπόσιο 7, 36. Πλούταρχος Λυκούργος 18, 9. Πολυδεύκης 3, 71), ο «καλός» (Βακχυλίδης, απ. 18. Αριστοφάνης Αχαρνείς 144 και Σφήκες 97-99. Πλούταρχος, Ερωτικός 16).

Ο συνηθέστερος όρος, «τα παιδικά», που τον χρησιμοποιούν πρώτοι ο Βακχυλίδης και οι τραγικοί Σοφοκλής και Ευριπίδης (ένθ. ανωτ.), όταν εξυμνούν τις κιναιδικές σεξουαλικές σχέσεις, σημαίνει μερικές μεν φορές το είδος των σεξυαλικών σχέσεων, ήτοι «σχέσεις με αγόρι», τις δε περισσότερες φορές το ίδιο το αγόρι, έτσι σε πληθυντικό αριθμό ουδετέρου γένους, ακόμη κι όταν πρόκειται για αγόρι. Αυτό το ουδέτερο πληθυντικό «τα παιδικά» εκφράζει και την περιφρόνησι των παιδεραστών προς το ερώμενο αγόρι. Και τον εκ μέρους των υποβιβασμό του σε ευτελές και απρόσωπο και σχεδόν άψυχο αντικείμενο και πράγμα. Δεν έλεγαν π.χ. «Ο Αρίστιππος και ο ερωμένος του Κράτιππος», αλλά «ο Αρίστιππος και τα παιδικά του», σα νάλεγαν «ο Αρίστιππος και τα υλικά του ηδονισμού του που είναι συναρμολογημένα σ' ένα αγορίστικο κορμί που σαλεύει».

Όπως ιστορεί ο Ηρόδοτος, ο Περίανδρος κάνοντας παιδομάζωμα στους Έλληνες της Κέρκυρας, μάζεψε 300 ανήλικα αγόρια, τα φόρτωσε σ' ένα καράβι, και τάστειλε πεσκέσι στο Λυδό βασιλέα Αλυάττη (τον πατέρα του Κροίσσου), για να τα ευνουχίσει και να τα χρησιμοποιήσει στο χαρέμι του σαν κίναιδους. Ευτυχώς οι Σάμιοι άρπαξαν με τέχνασμα το καράβι από τους Κορίνθιους κι επέστρεψαν τα παιδιά στους γονείς τους στην Κέρκυρα (Ηρόδοτος, 3, 48, 2). Η πράξη αυτή του Περίανδρου δείχνει ότι κι ο ίδιος είχε χαρέμι ανηλίκων αγοριών, αφού του περίσσευαν τέτοια και για τους φίλους του ξένους ηγεμόνες.

Οι Θουκιδίδης και Αριστοτέλης εκθέτουν διαφορετικά τα πράγματα για τους δήθεν τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτωνα, που δήθεν σκότωσαν τον τύραννο Ίππαρχο επειδή ήταν δημοκράτες. Κατ' αρχήν ο Ηρόδοτος λέει για το κιναιδικό ζευγάρι ότι ήταν φοινικικής καταγωγής και όχι Αθηναίοι (Ηρόδοτος, 5, 55, 1 έως 5, 58, 1 και από 5, 61, 1 έως 5, 62, 1). Έπειτα ο Θουκιδίδης λέει ότι ο κίναιδος Αρμόδιος κι ο αρσενοκοίτης Αριστογείτων, χωρίς να έχουν καμιά σχέσι με τη δημοκρατία και τα πολιτικά, σκότωσαν όχι τον τύραννο Ιππία, αλλά τον αδερφό του Ίππαρχο, όχι για πολιτική αντίσταση αλλά από κιναιδική ζηλοτυπία, διότι ο Ίππαρχος αποπειράθηκε να πείση τον Αρμόδιο να συνουσιαστούν, ο Αρμόδιος του αρνήθηκε, για να μη χαλάσει το χατήρι του εραστή του, ο Ίππαρχος για εκδίκηση πρόσβαλε την αδερφή του Αρμοδίου, κι ο Αρμόδιος μαζί με τον Αριστογείτονα σκότωσαν τον Ίππαρχο από αντεκδίκησι και προληπτική κιναιδική ζηλοτυπία και άμυνα. Δεν κατέλυσαν την τυραννία ούτε στράφηκαν καθόλου εναντίον της. Αυτά λέει ο Θουκιδίδης (6, 52, 3 έως 6,59, 4 και 1, 20, 2) και συμφωνεί μαζί του κι ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 5, 10 (1311α).

Ο Θεμιστοκλής κι ο Αριστείδης, όχι μόνο ήταν παράφοροι αρσενοκοίτες, αλλά ήταν και αντερασταί ερωτευμένοι και οι δυο με τον ίδιο νεαρό κίναιδο, κάποιον Στησίλεων (Πλουταρχος Θεμιστοκλής 3, 1-2)

Ο Σοφοκλής, κάποτε στη Χίο, σ' ένα επίσημο τραπέζι, δεν άντεξε κι επιτέθηκε σεξουαλικά μπροστά σε όλους σε ένα αγόρι που κερνούσε στους συνδαιτυμόνες κρασί. Άλλοτε πάλι στην Αθήνα, όπως συνήθιζαν οι έκφυλοι, τράβηξε έξω από τα τείχη της πόλης ένα αγόρι, στο οποίο είχε εκτονώσει κατά καιρούς τις ανώμαλες ορέξεις του κι ο Ευριπίδης, κι εκεί αφού ασχημόνησαν, το κιναιδικό αγόρι, που είχε, καθώς φαίνεται, μεγάλη πείρα από τραγικούς ποιητάς, άρπαξε τα ρούχα του Σοφοκλέους κι έφυγε μέσα στην πόλη, ενώ ο ποιητής αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι του φορώντας τα πολύ μικρότερα ρούχα του αγοριού και να γελοιοποιηθεί σε όλη την πόλη. Όταν το έμαθε ο Ευριπίδης, το σχολίασε με κακεντρέχεια και δήλωσε ότι το ίδιο αγόρι το είχε χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος πιο μπροστά, σαν κίναιδο. (Ίων Χίος και Ιερώνυμος Ρόδιος στον Αθηναίο, (Δειπνοσοφισταί) 13, 82 (604def)).

Δε γνωρίζουμε να καταδικάστηκε ο Ευριπίδης ή ο Σοφοκλής, σύμφωνα με τους νόμους (αν υπήρχαν τέτοιοι νόμοι) κατά ομοφυλοφιλίας. Γιατί άραγε; Θα μας το πουν οι gayλάτρες-αρχαιολάτρες.

Ο ρήτορας Ανδοκίδης σε μια αντιδικία του αντιμετώπισε εκ μέρους του αντιδίκου του Επιχάρους την κατηγορία ότι υπήρξε στη ζωή του πόρνος κίναιδος που εκδιδόταν με χρήματα. Η απάντησή του στην κατηγορία ήταν ότι κι ο Επιχάρης, που τον κατηγορούσε, έκανε την ίδια δουλειά (Ανδοκίδης, Περί των μυστηρίων, 100).

Ότι ο Αισχύλος ήταν έκφυλος και υμνητής του κιναιδισμού το λεν ο Πλούταρχος κι ο Αθηναίος, που τον καμαρώνουν γι' αυτό, και διασώζουν δυο σχετικά αποσπάσματά του (Πλούταρχος, Ερωτικός 5(751bc). Αθηναίος 13, 75 και 13, 79). Οι κιναιδικότερες τραγωδίες του Αισχύλου ήταν κατά τη μαρτυρία των δύο αυτών θαυμαστών του οι Κάβιροι και οι Μυρμιδόνες. Η δεύτερη ήταν εκείνη στην οποία ήθελε τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο κιναιδικό ζευγάρι. Ο διαβόητος Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης ήταν μόνιμος κίναιδος και μάλιστα και τραβεστί. Του άρεσε να φοράει γυναικεία ρούχα. Τον αποκαλούσαν με το παρατσούκλι «βάταλος». Έτσι αποκαλούσαν οι Αθηναίοι τότε τους θηλυπρεπείς και μονίμους κιναίδους. Αυτά τα λέει ο Αισχίνης σε δύο λόγους του, έναν πολιτικό και έναν δικανικό (Αισχίνης, Περί παραπρεσβείας 99. Κατά Τιμάρχου 126 και 131).

Σύμφωνα με το Στράβωνα (10, 3, 18) ο Δημοσθένης κατηγορούσε τον Αισχίνη ότι ήταν γιος μητέρας, η οποία χρησιμοποιόταν σαν πρόπολος και οργιάστρια της θεάς Μητρός κι ότι μερικές φορές είχε κάνει κι ο ίδιος τον πρόπολο βοηθώντας τη μητέρα του. Εννοείται ότι οι πρόπολοι των οργιαστικών θεών ήταν κίναιδοι και πόρνες. Ο Σπαρτιάτης Παυσανίας έστελνε τα προδοτικά γράμματα στους Πέρσες φίλους του μέσω των κιναίδων του, παραγγέλνοντας στον αποδέκτη να σκοτώνει τον κομιστή της. Όταν έστειλε όμως την τελευταία επιστολή στον Αρτάβαζο, με τον έμπιστο κίναιδό του, τον Αργίλιο, ο Αργίλιος είχε παρατηρήσει ότι κανείς από εκείνους που κόμιζαν τις επιστολές δεν επέστρεφε, μπήκε σε υποψία κι άνοιξε την επιστολή και τη διάβασε. Όταν είδε ότι ο λατρευτός του εραστής παρήγγελε και το δικό του
θάνατο, για να γλιτώσει, τον κατήγγειλε στους εφόρους, παραδίδοντας και την ένοχη επιστολή. Οι έφοροι θανάτωσαν το Παυσανία. Αυτά τα λέει ο Θουκιδίδης (1, 132, 1 έως 5: «...ο μέλλων τας τελευταίας βασιλεί επιστολάς προς Αρτάβαζον κομιείν, ανήρ Αργίλιος, ΠΑΙΔΙΚΑ ποτε ων ΑΥΤΟΥ (=Παυσανία) και πιστότατος εκείνω...»).

Τα άγαμα κορίτσια οι Σπαρτιάτες τα χρησιμοποιούσαν σεξουαλικώς μόνο παρά φύσιν (Εύπολις, άδηλον, απόσπ. 2. Αθηναίος 13, 20 και 13, 79), γι' αυτό από τους άλλους Έλληνες η διαστροφή αυτή λεγόταν «λακωνικός τρόπος» ή «λακωνίζειν». Ξεγύμνωναν τα κορίτσια τελείως μπροστά στους φιλοξενούμενούς των, για να τα επιδείξουν, ώστε αν τους αρέσουν, να τους τα προσφέρουν για να κοιμηθούν μαζί τους (Άγνων, Αθηναίος ενθδ. αν. Σούμμα, Ησύχιος λ. «λακωνικόν τρώπον περαίνειν»).

Στα ποίηματα του Θέογνι (ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ π.Χ.), για πρώτη φορά ο Γανυμίδης φαίρεται να είναι κίναιδος του Δία κι όχι απλώς οινοχόος των θεών, όπως τον θέλει ο Όμηρος στον Ύμνον εις Αφροδίτην. (Θέογνις, 1345-1346).

Ο ποιητής Ίβυκος χαρακτηρίζεται σαν «ερωτομανέστατος περί τα μειράκια» δηλαδή τ' αγόρια (Αθηναίος, 13, 76, Σούμμα λ. Ιβυκος).

Σ' ένα ποίημα ο Ανακρέων απευθύνεται σε έναν από τους τρεις κίναιδούς του, το Σμερδία, και προσφωνώντας τον «τρις κεκορημένε Σμερδίη», καυχιέται για το πόσες φορές ασέλγησε επάνω του σε κάποιο όργιο (Ανακρέων, αποσπ. 301, 303, 308 και Αθηναίος 12, 57 και 13, 17 και Ευστάθιος Εις Ιλιάδα θ 488, Εις Οδύσσεια ε 306).

Νομίζουμε πως τα σχόλια περιττεύουν…

Η αρχαία ειδωλολατρική Ελλάδα ήταν ο παράδεισος των παιδεραστών


Αρχαιοελληνικά κείμενα σαν κι αυτό:

«Αν το αγόρι είναι δώδεκα ετών τότε μου κάνει χαρά, κι αν βρίσκεται στα δεκατρία τότε με τραβάει ακόμα ισχυρότερα. Κι όμως στα 14 του είναι η γλυκύτερη ακμή του έρωτα, όταν αρχίζει το 15ο έτος προσφέρει ακόμα ομορφότερη ηδονή. Οι 16ρηδες είναι για όλους τους θεούς. (..)» (Στράτωνας, Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο δωδέκατο)

ή

«Η Κύπρις ως γυναίκα / με φλόγες για γυναίκες σε τυλίγει. / Όμως τον γλυκό πόθο για τα αγόρια / τον κυβερνά αυτοπροσώπως ο Έρως. / Να δείξω την προτίμησή μου προς τα που; / Προς το αγόρι ή προς τη μητέρα; / Όμως κι η ίδια η Κύπρις θα έλεγε νομίζω: / Το θρασύ το παιδάριον νικάει» (Μελέαγρου, Παλατινή Ανθολογία, XII, 86)

ή

«Αν εξακολουθήσει ο Δημόφιλος / να δίνει και στους εραστές του φιλιά τέτοια / ωσάν αυτό που μου ‘σκασε το νήπιο, ω Κύπρις, / δεν βλέπω τη μανούλα του τις νύχτες / να καρτερά με ησυχία στην αυλόπορτα» (Διοσκουρίδου, Παλατινή Ανθολογία, XII, 14)

ή

«Κάποτε κάποιος παιδοτρίβης, / καθώς έναν μικρόν προπονούσε, / τον έβαλε σε κάμψη των γονάτων, / τον γύμναζε στα κάτω από τη μέση, / φροντίζοντας να πιάνει ολίγον τα μπαλάκια...» (Στράτωνα, Π.Α., XII, 222)

δεν είναι ακριβώς ό,τι αναζητούμε στην αρχαιότητα. Μερικοί θα φέρουν αντιρρήσεις για το ζήτημα της παιδεραστίας ή της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα, λέγοντας πως δεν είναι τα πράγματα όπως νομίζεται πως είναι. Η αλήθεια είναι πως, δεν υπήρξε ποτέ η εξιδανικευμένη σχέση εραστή και ερωμένου, όπως την περιγράφει ο Πλάτωνας, δίχως δηλαδή σεξουαλικά παρεπόμενα. Στην Ηλεία ή τη Θήβα όλα επιτρεπόταν «
Εκείνοις [Θηβαίοι και Ηλιείς] μεν γαρ ταύτα παιδικά [=ομοφυλοφιλία και παιδεραστία] νόμιμα, ημίν δ’ επονείδιστα» (Ξενοφώντα, Συμπόσιο, 8, 34).

«Το ότι η σεξουαλικότητα μέσα στην παιδεραστία έπαιζε αποφασιστικό ρόλο και δεν πηγάζει από την κολασμένη φαντασία μερικών επιστημόνων αυτό γίνεται σαφές για κάθε απροκατάληπτο παρατηρητή, όταν βλέπει τις εικόνες των αρχαϊκών αγγείων στις οποίες ένας, άνδρας, ο εραστής, πιάνει τα γεννητικά όργανα ενός νεαρού, του ερωμένου. Η χειρονομία αυτή, η οποία και στην πρώιμη ελληνική τέχνη εμφανίζεται ακόμη και σε ετερόφυλα ζευγάρια, είναι μια αδιαμφισβήτητη έκφραση σεξουαλικού πόθου» (Carola Reinsberg, Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ. 259).

Σ’ ένα ποίημά του ο Σόλων λέει ότι ευτυχισμένος και αξιομακάριστος είναι εκείνος που έχει τα εξής τέσσερα πράγματα: αγόρια που να τα χρησιμοποιεί ως κίναιδους, άλογα, κυνηγετικά σκυλιά, και φίλο στο εξωτερικό. Στο δεύτερο ποίημα κατονομάζει ποια ακριβώς σημεία του σώματος του αγοριού θέλει ν’ απολαύσει (Σόλων, αποσπάσματα 21 και 23, Berg. Th. Hiller E. – Crusius O. Anthologia lyrica sive lyricorum Graecorum reterum praeter Pindarum reliquiae potiores, BT, από τον Πλούτ. Ερωτ. 5 (751bc)).

Ο Ξενοφώντας γράφει επίσης (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 2, 12) «Οι άλλοι Έλληνες, ή όπως οι Βοιωτοί, ένας άνδρας και ένας νέος δένονται μεταξύ τους σα ζευγάρι ή όπως οι Ηλείοι απολαμβάνουν την ομορφιά του σώματος των νέων με παροχές» και (Λακ. Πολ., 2, 14) «Σε πολλές από τις πόλεις οι νόμοι δεν απαγορευουν την ερωτική επιθυμία προς τα παιδιά».

Ορισμένοι Νεοπαγανιστές θέλουν να μας πουν ότι υπήρχαν «αντιομοφυλοφιλικοί νόμοι στην Αρχαία Ελλάδα». Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πρέπει να μας πουν, γιατί δεν τιμωρήθηκαν οι παρακάτω Αρχαίοι Έλληνες από τους νόμους αυτούς. «Φιλία θερμή ανεπτύχθη μεταξύ των δύο τούτων ανδρών (του Σόλωνος και του Πεισιστράτου) ένεκα της συγγενείας των, αυτή δε η φιλία έγινεν εγκαρδιωτέρα και λόγω της ευφυΐας και της ωραιότητος του Πεισιστράτου, διότι, καθώς λέγουν μερικοί, ο Σόλων διετέθη ερωτικώς προς αυτόν (...ερωτικώς τον Πεισίστρατον ασπαζομένου του Σόλωνος...)» (Πλούταρχου, Σόλων, 1).

Για τους Χαλκιδείς μαρτυρεί ο Αθηναίος, ότι μαζί με τους Κρήτες ήταν παράφοροι στην παιδοφιλία («..
περί τα παιδικά δαιμονίως επτόηνται..») (Αθηναίος, 13, 77 (601e)).

Ο ελεύθερος και μη εμπορικός παιδοφιλικός έρωτας μεταξύ δύο αρρένων, ωρίμου αντρός και ανηλίκου αγοριού ή εφήβου, συνήθως 7-20 ετών, ήταν νόμιμος και θεωρούνταν κάτι το ευγενές, ευγενέστερο μάλιστα από το φυσιολογικό και νόμιμο έρωτα αντρός και γυναικός, ενώ το επάγγελμα του ερωμένου του πορνείου θεωρούνταν αισχρό κι επονείδιστο. Ο τέτοιος ερωμένος λεγόταν «πόρνος», πεπορνευμένος», «ηταιρηκώς», «αισχρώς βεβιωκώς», εμποδιζόταν από την είσοδο στα ιερά και τη συμμετοχή στη λατρεία, αποστερούνταν από πολλά πολιτικά δικαιώματα (Δημοσθένη Κατ’ Ανδροτίωνος παρανόμων, 73. Αισχίνη Κατά Τιμάρχου, 3 και 15-16).

Η παιδοφιλία υπήρχε τόσο σαν ελεύθερος έρωτας όσο και σαν εμπορικός, ελεύθερος πάλι ή καταναγκαστικός, που πουλιόταν σε ειδικά πορνεία αρρένων, έτσι «πορνεία» λεγόμενα ή και «οικήματα», από επαγγελματίες κιναίδους ή από καταναγκασμένους (Αριστοφάνη Ειρήνη, 11 («ηταιρηκώς). Ξενοφώντα Απομνημονεύματα, 1, 6, 13 («πόρνος»). Δημοσθένη Κατ’ Ανδροτίωνος παρανόμων, 73 και Επιστολή Δ’ («πόρνος», «ηταιρηκώς»). Αισχίνη Κατά Τιμάρχου, 3 και 119 («πεπορνευμένος», «αισχρώς βεβιωκός»). Ησύχιος, λ. Κεραμεικός). Η προαγωγή και η έκδοση ελευθέρου ανθρώπου από τρίτον θεωρούνταν κακούργημα και τιμωρούνταν με θάνατο (Αισχίνη Κατά Τιμάρχου, 12 και 72 και 184). Οι αρχαιολάτρες εξαιτίας αυτού του συγγράμματος (Κατά Τιμάρχου) έχουν φτάσει να ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε παιδοφιλία στην αρχαία Αθήνα. Παραθέτουμε, προς απόδειξη του αντιθέτου, αποσπάσματα από το ίδιο σύγγραμμα του Αισχίνη:

74 «Ξέρετε εκείνους τους τροφίμους των σπιτιών, οι οποίοι κάμνουν αυτήν την δουλειάν. Λοιπόν και αυτοί ακόμη, όταν αναγκάζωνται να κάμουν αυτήν τη δουλειά, όμως εντρέπονται και κλείουν τις πόρτες. (...) Ξέρετε το επάγγελμα που εδιάλεξαν και επομένως γνωρίζετε κάθε στιγμή τι κάμνουν.

119 κάθε έτος η Βουλή εκθέτει εις δημοπρασίαν τον πορνικόν φόρον (...) οι ενοικιασταί του φόρου δεν απαιτούν φόρο με εικασίας, αλλά γνωρίζουν καλά ποίοι και ποίαι κάμνουν αυτή τη δουλειά.

136 (...) Ούτε αρνούμαι πως εγώ [=ο Αισχίνης] ο ίδιος και εις το παρελθόν και τώρα ακόμη αγαπώ τα παιδιά και αναγνωρίζω ότι γι’ αυτήν την δουλειά εμάλωσα και ξυλοκοπήθηκα με άλλους. Όσον δια τα ποιήματα [σημ.: 135: «..ερωτικά ποιήματα που έχω γράψει χάριν κάποιων νέων..»] που λέγουν ότι συνέθεσα, άλλα μεν τα αναγνωρίζω (...).

137 Ισχυρίζομαι ότι το (...) να γίνεται ένας νέος ερωμένος κάποιου ανδρός χωρίς χρήματα, επειδή τον αγαπά, είναι πολύ καλόν, αισχρόν δε είναι το να πορνεύεται αντί χρημάτων.

156 Γνωρίζετε, ω Αθηναίοι, τον Κρίτωνα υιόν του Αστυόχου και τον Περικλείδην του Περιθοίδη και τον Πολεμογένην και τον Πανταλέοντα και τον δρομέα Τιμησίθεον (...) οι οποίοι είχαν ερωτικόν σύνδεσμον με πολλούς και πολύ φρόνιμους άνδρας. Όμως κανείς ποτέ δεν τους κατηγόρησε γι’ αυτό».

Ώστε το Κατά Τιμάρχου που οι αρχαιόπληκτοι φέρνουν ως απόδειξη μη ύπαρξης παιδοφιλίας στην αρχαία Αθήνα όχι μόνο αποδεικνύει ότι έχουν λάθος οι εθνικιστές αρχαιολάτρες αλλά:

  • Υπήρχε ανδρική πορνεία, και οίκοι ανοχής με άνδρες-πόρνες.
  • Η παιδοφιλία θεωρούνταν πολύ καλό πράγμα εφόσον δεν υπήρχε λόγω χρημάτων.
  • Ακόμη κι όταν υπήρχε λόγω χρημάτων, ο επαγγελματίας πόρνος δεν τιμωρούνταν, εάν ταυτόχρονα δεν παραβίαζε ορισμένους κανόνες.
  • Το κράτος αναγνώριζε τα αντρικά πορνεία και εισέπραττε κάθε έτος «πορνικό φόρο» από αυτά.


Ας δούμε τώρα δυο αποσπάσματα από τον Λόγο Ευβοϊκό ή Κυνηγό, του Δίωνα Χρυσόστομου, απ’ τα οποία συμπεραίνει κανείς κι άλλα πράγματα για τη φύση της παιδοφιλίας των Ειδωλολατρών:

268R-269R: «(οι πορνοβοσκοί) δημόσια εκθέτουν αιχμάλωτες γυναίκες ή παιδιά, ή με άλλο τρόπο αγορασμένα με λεφτά, για ατίμωση μέσα σε βρώμικα σπίτια, που είναι φανερά σε όλα τα μέρη της πόλης, και κει που περνούν οι άρχοντες και στις αγορές κοντά σε δημόσια κτήρια και σε ιερά, μήτε να σέρνουν σ’ αυτή την ατίμωση και τον εξαναγκασμό βάρβαρους μήτε Έλληνες (...) επειδή έχουν πέσει σε μεγάλη και βαρειά υποδούλωση, κάνοντας έργο πολύ χειρότερο και πιο πολύ ακάθαρτο από τους ιπποφορβούς και ονοφορβούς, αφού δεν βάζουν κτήνη [για να συνουσιασθούν] χωρίς να τα βιάζουν, θεληματικά πάνω σε κτήνη που θέλουν, χωρίς να ντρέπονται καθόλου, αλλά σμπρώχνουν πάνω σε ανθρώπους που ντρέπονται και δεν θέλουν, ανθρώπους μανιακούς κι ακόλαστους, για άσκοπη και ακόλαστη μίξη σωμάτων.

274R: Υπάρχει τρόπος, που αυτό το ακόλαστο γένος [των ανθρώπων] να μπορέση να κρατηθή από το να ατιμάση και να διαφθείρη τα αγόρια, (...) αφού με κάθε τρόπο χορτάση από ασέλγεια με τις γυναίκες κι αφού κορεσθή απ’ αυτή την απόλαυση;»

Παρατηρούμε ότι:

  • Και ο Δίωνας παραδέχεται ότι υπήρχαν ομοφυλοφυλικά πορνεία στις ελληνικές πόλεις.
  • Ο Δίωνας με απέχθεια εκφράζεται για το γεγονός, ωστόσο παρατηρεί ότι κανείς δεν το εμποδίζει.
  • Το πιο αηδιαστικό είναι ότι υπήρχαν παιδικά ομοφυλοφυλικά πορνεία, στα οποία τα εξανδραποδισμένα αγόρια, παιδιά που είχαν αρπαχτεί ως δούλοι από δουλέμπορες, αναγκάζονταν να συνευρίσκονται με άντρες που πλήρωναν.
  • Επίσης οι ενήλικοι αιχμάλωτοι πολέμου πωλούνταν σε πορνεία ώστε να τους διακορεύουν οι επισκέπτες των πορνείων.

Την τακτική αυτή των Αθηναίων και το φρόνημά τους σχετικά με την παιδοφιλία εκφράζει ο Ξενοφών με το στόμα του Σωκράτους λέγοντας: «...
Την ώραν εάν μεν τις αργυρίου πωλή τω βουλωμένω, πόρνον αυτόν αποκαλούσιν, εάν δε τις, ον αν γνω καλόν τε καγαθόν εραστήν όντα, τούτον φίλον εαυτώ ποιήται, σώφρονα νομίζομεν» = «Εαν κανείς πουλάει τα σωματικά του κάλλη με χρήματα στον τυχόντα που τον θέλει, τον λένε πόρνο, αν όμως κανείς καταλάβει ότι κάποιος είναι ωραίος καικαλός εραστής και τον κάνει φίλο του, αυτόν τον θεωρούμε σώφρονα» (Ξενοφώντα Απομνημονεύματα, 1, 6, 13).
Δηλαδή το ζήτημα για τους Πολυθεϊστές δεν ήταν αν σε σοδόμιζε κάποιος, αλλά αν αυτό το δεχόσουν αντί χρημάτων ή λόγω φιλικής σχέσης. Πράγματι, πολύ υψηλό ήθος είχαν αυτοί οι Ειδωλολάτρες. Όχι σαν το ήθος του Δεκάλογου της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία είναι πορνογράφημα, σύμφωνα με τους Νεοειδωλολάτρες.

Στα ποίηματα του Θέογνη (6ος π.Χ. αι.), για πρώτη φορά ο Γανυμίδης φέρεται να είναι «τα παιδικά» του Δία κι όχι απλώς οινοχόος των θεών, όπως τον θέλει ο Όμηρος στον Ύμνον εις Αφροδίτην (Θέογνις, 1345-1346).
Καταλήγει ο Θέογνις (στ. 1345): παιδοφιλείν δε τι τερπνόν (= η παιδεραστία είναι απολαυστική) και (στ. 1335-1336): Όλβιος όστις ερών γυμνάζεται οίκαδε ελθών / εύδειν συν καλώι παιδί πανημέριος (= Ευτυχισμένος όποιος είναι ερωτευμένος και γυμνάζεται και, όταν γυρίσει σπίτι του, ξαπλώνει όλη την ημέρα με όμορφο αγόρι).

Ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες στ. 1088 κ.ε., παρουσιάζει, μέσω του διαλόγου του Άδικου Λόγου με τον Δίκαιο Λόγο, μια εικόνα για το πλήθος των κίναιδων πολιτικών, ποιητών, συνήγορων και του λαού, η οποία αν και δίνεται χιουμοριστικά, ωστόσο, αν αφαιρέσουμε την υπερβολή από αυτήν, τα συμπεράσματα κάθε άλλο παρά συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι οι νόμοι τιμωρούσαν την ομοφυλοφιλία (ή ότι υπήρχαν ή ότι εφαρμόζονταν τέτοιοι νόμοι): «ΑΔ: Πες μου λοιπόν, ποιοι γίνονται συνήγοροι; ΔΙ: οι τοιούτοι. ΑΔ: Σωστά. Και δε μου λες; Ποιοι γράφουνε ποιήματα; ΔΙ: οι τοιούτοι. ΑΔ: κι εδώ σωστά μιλάς. Ποιοι μπαίνουν στην πολιτική; ΔΙ: οι τοιούτοι. ΑΔ: καταλαβαίνεις λοιπόν, πως έχεις ολότελα άδικο; Οι θεατές, οι πιο πολλοί, τι να ‘ναι λες; Για κοίτα τους. ΔΙ: κοιτάω. ΑΔ: λοιπόν, τι λες; ΔΙ: τοιούτοι οι πιο πολλοί».

Έχουμε αναφέρει για τη Σπάρτη, στο ειδικό περί αυτής κεφάλαιο, ότι ο Πλάτων αναφέρει πως εξαιτίας του τρόπου ζωής των πολιτών εκεί, προάγεται η ανωμαλία στα σεξουαλικά ήθη. Για τη Ρώμη δεν αξίζει να πούμε πολλά, γιατί είναι γνωστή η διαφθορά των τελευταίων αιώνων του παγανισμού. Απλώς παραθέτουμε μια πληροφορία για τον Νέρωνα: «Ευνούχισε το παιδί Σπόρο και αποφάσισε να τον κάνει γυναίκα του. Τέλεσε μαζί του, με όλες τις τυπικότητες γάμο, με προίκα και νυφικά πέπλα και τον εγκατέστησε σπίτι του ακολουθούμενος από πλήθος λαού» (Σουητώνιου, Νέρων, 28).

Ούτε τα πράγματα ήταν όπως τα θέλουν (διότι οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν την παιδεραστία) οι εθνικιστές αρχαιολάτρες που τσαντίζονται με την υπενθύμιση της ύπαρξης παιδεραστίας αλλά ούτε, βέβαια, τα πράγματα ήταν όπως τα θέλουν όσοι, λίγο-πολύ, ισχυρίζονται, πως η παιδεραστία ήταν η αιτία ή ένα αποτέλεσμα του αρχαίου μεγαλείου. Αν η αρχαία ομοφυλοφιλία ήταν αίτιο ή ένα από τα αποτελέσματα του αρχαίου θαύματος, τότε δεν θα το έβλεπαν με σιχαμάρα πολλοί φιλόσοφοι ούτε ο Πλάτωνας θα όριζε αυτά:

«-Δεν πρέπει ν’ αφήνωμε να πλησιάζει τον αληθινό έρωτα τίποτε, που να είναι παράφορο ή που να έχει σχέση με την ακολασία;

-Πραγματικώς δεν πρέπει.

-Δεν πρέπει λοιπόν να γίνει καθόλου αποδεκτή αυτή η ηδονή, αλλά ν’ αποκλειστεί τελείως από τις σχέσεις μεταξύ εραστών και ερωμένων; [σημ. του ίδιου φύλου]

-Ναι, Σωκράτη˙ πρέπει τελείως ν’ αποκλειστεί.

-Έτσι λοιπόν θα νομοθετήσεις στην πόλη που συνοικίζομε, ν’ αγαπά και ν’ αφοσιώνεται βέβαια ο εραστής και να πλησιάζει το νεαρό του φίλο σαν να ήταν γιος του, επί καλού πάντα˙ όσο για τ’ άλλα, να είναι τέτοια η συμπεριφορά του, ώστε ποτέ να μη δώσει υποψία πως προχωρεί και παραπάνω» (Πολιτεία 403a-b),

ή πάλι:

«Ας υποθέσουμε τώρα ότι εγκρίνουμε ένα νόμο που θεωρεί αυτές τις συνήθειες [την ομοφυλοφιλία και παιδεραστία] ευχάριστες και καθόλου ανήθικες. Αυτό πόσο θα μπορούσε να συμβάλει στην αρετή; Κανείς δε θα το παραδεχτεί αυτό – μάλλον το αντίθετο. Όλοι θα κατηγορήσουν εκείνο που υποκύπτει στην αδυναμία του και θα κατακρίνουν τον θηλυπρεπή σύντροφό του, που παίζει το ρόλο της γυναίκας. Ποιος λοιπόν, για το θεό, μπορεί να θεσπίσει τέτοιο νόμο; Σας διαβεβαιώνω, κανείς» (Νόμοι, 836de).

Επίσης ο Αριστοτέλης γράφει: «Άλλες τέτοιες ροπές είναι προϊόντα νοσηρών καταστάσεων ή συνήθειες όπως (...) καθώς επίσης και οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ ανδρών. Διότι αυτού του είδους οι ερωτικές σχέσεις σε άλλους προκαλούνται από κάποια φυσική διαστροφή, και σε άλλους από συνήθεια, όπως στην περίπτωση εκείνων που υπήρξαν θύματα ασελγείας κατά την παιδική τους ηλικία» (Ηθικά Νικομάχεια, 1148b, 27-30).

Ο Διογένης ο Κυνικός, όταν είδε θηλυπρεπή νέο, του είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άντρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα» («
Ιδών ποτε νεανίσκον θηλυνόμενον, "ουκ αισχύνη," έφη, "χείρονα της φύσεως περί σεαυτού βουλευόμενος; η μεν γαρ σε άνδρα εποίησε, συ δε σεαυτόν βιάζη γυναίκα είναι."» Διογένης Λαέρτιος, VI, 65). Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι φιλόσοφοι κατέκριναν τα ίδια πράγματα που κατέκριναν και οι πατέρες της Εκκλησίας – εις πείσμα των «ελευθεροφρόνων» Αρχαιολατρών.

Ο αρχαίος Έλληνας ποιητής, Αρχίλοχος καταλήγει, μέσα από ένα καταιγισμό βωμολοχιών, στα εξής: «
ίσος κιναίδου και κακής πόρνης ο νους˙ / χαίρουσιν άμφω λαμβάνοντες κέρματα (....) Τοιγάρ καπρώσα μαχλάς άρδην ερρέτω / πασχητιώντων ευρυπρώκτων συν γένει˙ / ημίν δε Μουσών και βίου σαόφρονος / μέλοι φρέαρ τε, τούτο γινώσκουσ’, ότι / ήδ’ εστί τέρψις, ήδ’ ακίβδηλος χαρά, / ήδ’ ηδονή πέφυκε, μη συνειδέναι / αισχράι ποθ’ ηδυνθείσιν αυτοίς ηδονήι». = «Ίδιο το μυαλό του κίναιδου και της κακιάς πόρνης˙ / κι οι δυο χαίρονται να παίρνουν χρήματα (...) Να πάνε στα κομμάτια, λοιπόν, οι λάγνες κι οι ακόλαστες / μαζί με τη ράτσα των αδιάντροπων ξεκολιάρηδων. / Δική μας έγνοια ας είναι η πηγή των Μουσών και της συνετής ζωής, / ξέροντας ότι αυτή είναι η απόλαυση, αυτή είναι η γνήσια χαρά, / αυτή η δοσμένη από τη φύση ευφροσύνη, χωρίς ποτέ να γίνουμε συνένοχοι / μ’ αυτούς που χαίρονται με την αδιάντροπη ηδονή».

Πάντως η παιδοφιλία (διότι περί αυτής της μορφής ομοφυλοφιλίας πρόκειται) δεν φαίνεται να ήταν εξ αρχής συνήθεια των Ελλήνων, αλλά την παρέλαβαν από τους Προέλληνες, για τους εξής λόγους:

1) οι Προέλληνες είχαν θρησκεία λίγο πολύ κοινή ή επηρεασμένη από τους Αιγύπτιους και τους Φοίνικες, λαούς με μεγάλη τάση στην ομοφυλοφιλία.

2) Στα πρώιμα έπη των Ελλήνων (Όμηρος, Ησίοδος) και στην αρχαιότερη λυρική ποίηση (Καλλίνος, Τέρπανδρος, Τυρταίος, Αρχίλοχος, Αλκμάν) ποιητών που άκμασαν στον 7ο π.Χ. αι. δεν υπάρχει στα σωζόμενα αποσπάσματά τους ούτε υπόνοια ούτε άμεση αναφορά στην παιδοφιλία. Ο Όμηρος αναφέρει βιασμούς, μοιχείες˙ ουσιαστικά τα έπη του έχουν αφορμή καταγραφής δυο-τρεις γυναίκες (Βρυσηίδα, Ελένη, Πηνελόπη). Τίποτα δεν δείχνει ότι ο Όμηρος ντρεπόταν να αναφέρει ο,τιδήποτε είχε σχέση με το σεξ της Αχαϊκής Ελλάδας. Ωστόσο δεν αναφέρει την παιδοφιλία. Ακόμη κι ο Γανυμίδης, για τον Όμηρο είναι απλώς ο οινοχόος του Δία και όχι το αγόρι του. Σημάδι ότι οι πρώτοι Έλληνες εισβολείς δεν έφεραν το έθιμο αυτό, αλλά το βρήκαν.

3) Οι Μακεδόνες, το πιο πρωτόγονο και καθυστερημένο ως τον 4ο π.Χ. αι. ελληνικό φύλο, ουσιαστκά ανεπηρέαστοι (άρα και πολιτιστικά πιο κοντά στους πρώτους Έλληνες) ως τότε από ό,τι γινόταν στην Νότια Ελλάδα, αγνοούσαν την παιδοφιλία, γι’ αυτό δεν είχαν καν λέξη γι’ αυτήν. Ο Μακεδόνας Έλληνας Αλέξανδρος, αντίθετα απ’ ό,τι λέγεται, δεν ήταν ομοφυλόφιλος, διότι ακόμη και υμνητές της παιδοφιλίας όπως ο Πλούταρχος, επί 600 χρόνια ανέλυαν τη ζωή του προσπαθώντας να βρουν κάτι που να τον κάνει όμοιο με αυτούς, δεν βρήκαν και το ομολογούν.

4) Η προελληνική θρησκεία της Μητέρας-Θεάς ήταν μητριαρχική, δηλαδή υπήρχε ο εραστής-γιος της θεάς.

5) Δεν ισχύει η άποψη ότι είναι Δωρικής προέλευσης συνήθεια η ομοφυλοφιλία, διότι οι Δωριείς, όπως και οι Αχαιοί πιο πριν, εκτόνωναν την σεξουαλική τους δίψα στις γυναίκες των κατακτημένων λαών. Έσφαζαν τους άντρες τους – ώστε να μην προκύψουν εκδικητές τους – και βίαζαν τις γυναίκες. Βλέπουμε, ότι οι Αχαιοί έσφαξαν τους Τρώες και κουβάλησαν ως παλλακίδες τις Τρωάδες. Επομένως δεν υπήρχε λόγος σύνδεσης της στρατιωτικής ζωής με την ομοφυλοφιλία. Όπως και να ‘χει, πάντως, είτε οι Έλληνες δεν ήταν εξαρχής παιδόφιλοι (όπως υποστηρίζουμε) είτε ήταν, από τους κλασσικούς χρόνους και μετά ήταν παιδόφιλοι. Και αυτό όποιος το αμφισβητεί, μάλλον δεν λέει την αλήθεια.

Συν τω χρόνω, δεν επικράτησε, φυσικά, η εξιδανικευμένη αντίληψη του Πλάτωνα για τη φιλία μεταξύ νέου και ενήλικα του ίδιου φύλου, αλλά το αντίθετο, όπως το περιγράφει και το αποδεικνύει ο Στράτωνας τον 1ο μ.Χ. αιώνα˙ σε άλλο του ποίημα, προσπαθεί να περιγράψει πώς τρεις άνδρες κατορθώνουν να κάνουν δουλειά τεσσάρων, βρισκόμενοι ο ένας πίσω από τον άλλο: ο μεσαίος είναι ταυτόχρονα παθητικός και ενεργητικός. Έτσι, αντί οι αρχαιόπληκτοι Νεοπαγανιστές να παπαγαλίζουν ορισμένα φιλοσοφικά αρχαιοελληνικά κείμενα που λενε Πως θα έπρεπε να ήταν η «παιδεραστία», καλλίτερα θα ήταν να διαβάζουν εκείνα τα αρχαιοελληνικά κείμενα, τα οποία δείχνουν Πως ήταν στην πραγματικότητα η αρχαία ελληνική παιδεραστία. Αντί της ανύπαρκτης εξιδανικευμένης αρχαιότητας, ας τολμήσουν να δουν την πραγματικότητα. Οι Αρχαίοι δεν ήταν τέλειοι, θα δεχτούμε τα όσα καλά έχουν αλλά όχι τα πάντα. Θα πούνε τώρα κάποιοι «βρίζεται η Ελλάδα». Λάθος. Οι Νεοπαγανιστές και οι «αρχαιολάτρες», όταν ακούν να κατακρίνεται η παιδεραστία και η ιεροδουλεία των αρχαίων Ελλήνων, ως εθνικιστές που είναι, νομίζουν ότι υβρίζεται η Αρχαία Ελλάδα συνολικά. Είναι άλλο πράγμα το ένα κι άλλο πράγμα το άλλο. Όμως αυτό που δεν είναι σωστό, πρέπει να αποδοκιμαστεί, ακριβώς διότι κανείς δεν είναι τέλειος. Εκτός φυσικά από τους παγανιστές που δεν βρίσκουν τίποτε μεμπτό στους Αρχαίους. Διότι, στην σημερινή Ελλάδα «αρχαιολατρία» σημαίνει αυτό και μόνον αυτό: αποσιώπηση των κακών της αρχαιότητας.

Επειδή, πάντως, η κριτική μας αφορά την προαγωγή της παιδοφιλίας (άρα εμμέσως και του μισογυνισμού) από τον Πολυθεϊσμό γενικά, κι όχι από την ελληνική πολυθεΐα μόνο, πρέπει να αναφέρουμε μερικά πράγματα και για άλλες κουλτούρες. Είναι γνωστά τα Σόδομα της Χαναάν. Έχουμε μιλήσει για τους ομοφυλόφιλους ιερόδουλους των πολυθεϊστικών ναών της Φοινίκης και της Χαναάν στο κεφάλαιο περί Π.Δ. Εκεί τα πράγματα ήταν χειρότερα, διότι ο πολυθεϊσμός ασιατικού τύπου (τον οποίον είχαν και οι Προέλληνες) εξυμνούσε την ομοφυλοφιλία ως θρησκευτικό καθήκον ή ως συνυφασμένο με το θεό.

Όσο για εκείνους που υπερασπίζονται την ομοφυλοφιλία από τις επιθέσεις των Χριστιανών βασιζόμενοι στο ότι τάχα και οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν ομοφυλόφιλοι, οπότε «τι πρόβλημα έχετε;», λυπούμαστε που διαστρεβλώνουν την αρχαία ηθική. Αυτοί θα ‘πρεπε να γνωρίζουν ότι οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν «φυσιολογικές» τις ομοσεξουαλικές σχέσεις μόνο μεταξύ ενήλικα και ανήλικου που δεν είχε αναπτύξει ακόμη τριχοφυία στα πόδια, τον πρωκτό και το πρόσωπο. Με άλλα λόγια οι Αρχαίοι θεωρούσαν «κοινωνικά αποδεκτό» ό,τι εμείς θεωρούμε (σχεδόν) έγκλημα: το σεξ μεταξύ ενήλικα και άτριχου αγοριού (από τα 12 – ή και νωρίτερα – ως τα 17), ενώ θεωρούσαν ανωμαλία και διαστροφή το ομοφυλοφιλικό σεξ, όταν το αγόρι είχε αρχίσει να αναπτύσσει τριχοφυία.
 
Συνεπώς, οι υπερασπιστές της σημερινής ομοφυλοφιλίας, οι οποίοι χρησιμοποιούν ως επιχείρημα «την Αρχαία Ελλάδα» κατά της ηθικής της Εκκλησίας, καλό θα ‘ταν να γνωρίζουν ότι στα μάτια των Αρχαίων Ελλήνων η σημερινή ομοφυλοφιλία (αυτό που έχουμε σήμερα όλοι κατά νου ως ομοφυλοφιλία), το σεξ ανάμεσα σε δύο ενήλικες άντρες, θα τους φαινόταν αηδιαστική (ή άξια ειρωνείας) ανωμαλία, που μόνο κτηνοβάτες τσοπάνοι –όπως λέει ο παιδεραστής Μελέαγρος σ’ ένα άλλο ποίημά του (Π.Α., XII, 41)– αρέσκονταν να διαπράττουν. Συνεπώς, οι «ελευθερόφρονες» συνήγοροι της σύγχρονης ομοφυλοφιλίας διαστρέφουν την ιστορική πραγματικότητα για την ομοφυλοφιλία στην Αρχαιότητα. Αντί να διαστρεβλώνουν την Αρχαιότητα, για να υπερασπιστούν τη σύγχρονη ομοφυλοφιλία και τ’ ατομικά τους δικαιώματα, θα 'πρεπε να επαινέσουν το σεξ με άτριχα ακόμη αγοράκια (αφού αυτό ήταν το πραγματικό κριτήριο των Ελλήνων – δες, μεταξύ άλλων, Αλκαίου (Π.Α., XII, 30) όπου ο εραστής προειδοποιεί το άτριχο ακόμη αγοράκι ότι μόλις αρχίσει να αναπτύσσει τριχοφυία, οι εραστές του θα το εγκαταλείψουν αμέσως), να καταδικάσουν το σεξ μεταξύ ενηλίκων ανδρών, αφού «αυτό έκαναν και οι Αρχαίοι!» (σύμφωνα με το αξίωμα «ό,τι είπαν και έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες είναι καλό») και ν’ αφήσουν την αρχαία Ελλάδα ήσυχη.

Άλλωστε η παιδοφιλία συνδεόταν άμεσα με τον αρχαίο μισογυνισμό. Καμία «προοδευτική» αντίληψη δεν περιείχε, το αντίθετο ήταν συνώνυμη της περιφρόνησης του Αρχαίου Έλληνα προς τη γυναίκα του. Όσο αδιαφορούσε ο Έλληνας για την κλεισμένη στο γυναικωνίτη γυναίκα του, όσο την έβλεπε ως «μηχανή παραγωγής νόμιμων παιδιών», άλλο τόσο λάτρευε και ασχολείτο με το αγόρι που σοδόμιζε και συμποσιαζόταν μαζί του. Αποτελεί σφάλμα (ή ψεύδος) η παρουσίαση της αρχαίας ομοφυλοφιλίας, από σύγχρονους Ευρωπαίους και Έλληνες, ως «απελευθερωτικής από τα ταμπού» και «προοδευτικής». Οι ίδιοι Αρχαίοι Έλληνες, που συνέγραφαν ποιήματα, τραγωδίες και έπη ειρωνευόμενοι ξεδιάντροπα την αρχαία Ελληνίδα, οι ίδιοι ήταν παιδεραστές και «έμεναν άναυδοι στη θέα των όμορφων εφηβικών κορμιών». Γι’ αυτόν τον λόγο γράφει ο Θέογνις (Ελεγειών Β’, 1367-1368):

«
Παιδός τοι χάρις εστί˙ γυναικί δε πιστός εταίρος / ουδείς, αλλ’ αιεί τον παρεόντα φιλεί.»,

δηλαδή:

«Η ευγνωμοσύνη χαρακτηρίζει τα αγόρια. Στη γυναίκα κανείς σύντροφος δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη, αλλά κάθε φορά αυτή αγαπάει όποιον είναι μπροστά της».

Με άλλα λόγια, οι γυναίκες είναι αναξιόπιστα όντα, τσούλες που παν με τον πρώτο τυχόντα, ενώ τα όμορφα αγόρια είναι αξιόπιστα και αξιολάτρευτα. Το ένα συμβαδίζει με το άλλο και το συνεπάγεται. Μισογυνισμός και ομοφυλοφιλία πήγαιναν χέρι-χέρι στην Αρχαία Ελλάδα.

Η μεγάλη υπόληψη που είχαν για τη γυναίκα οι αρχαίοι Έλληνες παιδεραστές φαίνεται στο ακόλουθο ποίημα του Στράτωνα (Π.Α., XII, 245, μετάφραση Γ. Ιωάννου):

«Το άλογο το ζώο ξέρει

να σμίγει μόνο με το θηλυκό του

Όμως εμείς οι λογικοί έχουμε τούτο ακόμα˙

βρήκαμε τη δουλειά την από πίσω.

Κι αυτοί που περιορισμένοι είναι στις γυναίκες

σε τίποτε δε διαφέρουν των αλόγων ζώων».

Να πηγαίνει λοιπόν ένας άντρας με γυναίκα είναι ανωμαλία, ενώ με άντρα σωφροσύνη˙ να ερωτεύεται ο άντρας τη γυναίκα ένδειξη ανοησίας, ενώ να ερωτεύεται αγόρι φυσιολογικό (γι’ αυτό κι ο Πλούταρχος στον Ερωτικό προσπαθεί να πείσει τους συγχρόνους του Πολυθεϊστές ότι και οι γυναίκες αξίζουν να τις ερωτεύονται). Καμία «προοδευτικότητα» και «απελευθέρωση απ’ τα ταμπού» δεν συνεπάγονται.

Έτσι έχουν τα πράγματα δυστυχώς για τους ελευθερόφρονες οπαδούς του Διαφωτισμού και τους εθνικιστές Νεοπαγανιστές. Ακόμη κι εδώ σφάλλουν, όχι λόγω αμάθειας (αμφιβάλλουμε ότι δεν συσχέτισαν ποτέ το μισογυνισμό με την παιδοφιλία), αλλά λόγω του μίσους τους προς την Εκκλησία.

Ναζιστική ευγονική στην αρχαία Σπάρτη

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Λυκούργος, 16 «Το γεννημένο παιδί (...) αν όμως ήταν ασθενικό και κακόμορφο, το έστελλαν στις λεγόμενες Αποθέτες, βαραθρώδη τόπο πλησίον του Ταϋγέτου, διότι φρονούσαν, ότι παιδί που δεν είχε ευθίς εξαρχής γεννηθεί υγιές ούτε εύρωστο, ήταν συμφερότερο και για το ίδιο και για την πόλη να μη ζεί».

Κατωτερότητα και Ιερατείο γυναικών στην αρχαία Ελλάδα


Γεννημένες κατώτερες

"Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογενειακής θρησκείας ήταν ότι «δεν μπορούσε να μεταδοθεί παρά μόνον από πατέρα σε γιο. (...) Η μεταβίβαση της οικογενειακής λατρείας γινόταν μόνον από άνδρα σε άνδρα, η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα να πάρει μέρος παρά μόνον μέσω του πατέρα ή του συζύγου της, και τέλος μετά το θάνατό της η γυναίκα δεν είχε το ίδιο μερίδιο με τον άντρα της στις τελετές των νεκρικών γευμάτων» Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, Θ.Β. Βενιζέλου, α' > έκδοση Αθήναι 1873, επανέκδ. Δημιουργία

«Η γέννηση θυγατέρας δεν εκπλήρωνε τον αντικειμενικό σκοπό του γάμου. Η κόρη δεν μπορούσε να συνεχίσει τη λατρεία, γιατί την ημέρα του γάμου της απαρνιόταν την οικογένεια και τη λατρεία του πατέρα της και ανήκε πια στην οικογένεια και στη θρησκεία του συζύγου της. Η οικογένεια και η λατρεία δεν μπορούσε να συνεχιστεί παρά μόνον από τα αρσενικά μέλη.» Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, Θ.Β. Βενιζέλου, α' > έκδοση Αθήναι 1873, επανέκδ. Δημιουργία


Υποτιθέμενη ισότητα


Να θυμήσουμε επίσης στους Νεοπαγανιστές, που κόπτονται για την ιεροσύνη των γυναικών, ότι στην αρχαία εποχή απαγορευόταν σε γυναίκες η συμμετοχή στα Ελευσίνια μυστήρια <
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε. >(τ. ΣΤ', σ.493) . Γιατί αυτά, αφού ήταν θρησκευτικώς ίσες ;

«Είναι αλήθεια ότι, όσο [η θυγατέρα] ήταν ανύπανδρη, ο νόμος δεν της στερούσε τυπικά το μερίδιό της από την κληρονομιά˙ πρέπει όμως να αναρωτηθούμε αν στην πραγματικότητα είχε τη δυνατότητα να γίνει πραγματική κληρονόμος. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κόρη αυτή βρισκόταν κάτω από την κηδεμονία του αδελφού ή των συγγενών της, ότι παρέμενε υπό το καθεστώς για όλη της τη ζωή, ότι η κηδεμονία κατά την παλαιά νομοθεσία είχε καθιερωθεί για την προστασία της περιουσίας και όχι της νύφης, και ότι αποσκοπούσε στη διατήρηση των αγαθών μέσα στην οικογένεια˙ ότι τέλος η κόρη δεν μπορούσε σε καμιά ηλικία να παντρευτεί ούτε να αλλάξει κηδεμόνα χωρίς την άδεια του κηδεμόνα της. Αυτά τα δεδομένα που είναι αρκετά ενδεικτικά, μας επιτρέπουν να πιστέψουμε ότι υπήρχε, αν όχι μέσα στις διατάξεις του νόμου, τουλάχιστον στην πρακτική και στα ήθη, μια σειρά δυσκολιών που εμπόδιζαν την κόρη να γίνει απόλυτος κύριος του μεριδίου της από την πατρική περιουσία, όπως ήταν ο γιός για το δικό του. Δεν έχουμε αποδείξεις ότι η κόρη ήταν αποκλεισμένη από την κληρονομιά˙ έχουμε όμως τη βεβαιότητα ότι, ως παντρεμένη, δεν κληρονομούσε τον πατέρα της και ότι, ως ανύπανδρη, δεν μπορούσε ποτέ να διαχειριστεί την κληρονομιά της. Έστω και κληρονόμος, ήταν μόνο προσωρινά και κάτω από ορισμένες συνθήκες απλός επικαρπωτής˙ δεν είχε δικαίωμα ούτε να διαθέσει ούτε να υποθηκεύσει χωρίς την άδεια του αδελφού ή των συγγενών της, οι οποίοι μετά το θανατό της θα κληρονομούσαν την περιουσία, της οποίας είχαν την επιμέλεια κατά το διάστημα της ζωής της."Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, Θ.Β. Βενιζέλου, α' > έκδοση Αθήναι 1873, επανέκδ. Δημιουργία

Ενάμιση αιώνα μετά τον Κικέρωνα, ο Κάτων, θέλοντας να ξαναζωντανέψει τα αρχαία ήθη, είχε επαναφέρει το νόμο του Βοκώνιου, ο οποίος απαγόρευε: 1) να καταστήσει κάποιος κληρονόμο του γυναίκα, έστω και μοναχοκόρη, παντρεμένη ή ανύπανδρη˙ 2) να κληροδοτήσει σε γυναίκες πάνω από το ήμισυ της πατρικής περιουσίας (in Verr., II, 1, 42). ΟιΑθηναίοι ρήτορες, στις αγορεύσεις τους είχαν συχνά την ευκαιρία να δείξουν ότι οι θυγατέρες δεν κληρονομούσαν (Ισαίος, Προς Ξεναίνετον˙ Δημοσθένης, Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας, 22-24). "Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, Θ.Β. Βενιζέλου, α' > έκδοση Αθήναι 1873, επανέκδ. Δημιουργία

Βασανισμοί γυναικών προς τιμήν τού μπεκρή Διονύσου

Το μέγεθος τής διαφθοράς τής πολυθεϊστικής θρησκείας τής αρχαίας Ελλάδος, δεν είχε όρια! Και οι δαιμονικοί ψευτοθεοί τους, συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον σε κακία και σαδισμό. Ο Απόλλωνας έκοβε, ο Διόνυσος έραβε.

Ο Απόλλωνας έδωσε χρησμό στους Δελφούς να βασανίζονται γυναίκες προς τιμήν τού σαδιστή αλκοολικού Διονύσου, και οι πολυθεϊστές πιστοί τους, άλλοι από βλακεία, άλλοι από σαδισμό, έσπευδαν να βασανίζουν με το μαστίγιο Ελληνίδες!

(Μετά βγαίνει η κα Τζανή στην εκπομπή τού Χαρδαβέλα, να πει για την ανωτερότητα τών Δελφών! Ήθελα να ξέρω αν θα καθόταν να τη μαστιγώσουν αν αυτό πρόσταζε ο σκοτεινός Απόλλωνας!)

Ας δούμε τις ιστορικές μαρτυρίες για το σαδισμό αυτόν τής αρχαίας ("πατρώας") θρησκείας:

«Μετά τη Στύμφαλο είναι η Αλέα (χωριό Αλέα πρώην Μπουγιάτι), που και αυτή μετέχει στην αργολική ομοσπονδία […]. Εδώ υπάρχουν τα ιερά της Εφεσίας Αρτέμιδος, της Αλέας Αθηνάς και του Διονύσου, με άγαλμα του θεού. Κάθε χρόνο τελούν προς τιμήν του τα Σκιέρεια, όπου, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, μαστιγώνονται οι γυναίκες, όπως και οι έφηβοι των Σπαρτιατών στη γιορτή της Ορθίας» (Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις Η 23, 1). (Ιστορικά Νο 249. 19 Αυγούστου 2004 σελ. 13,14).

Βασανιστήρια νέων προς τιμήν τής δαιμονικής Αρτέμιδος

«Εις το μέρος που ονομάζεται Λιμναίον υπάρχει το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος. Το άγαλμα της Ορθίας Αρτέμιδος που έχουν οι Λακεδαιμόνιοι προήλθε από τους βαρβάρους. Αυτοί που βρήκαν αυτό, ο Αστράβακος και ο Αλώπεκος γυιοί του Ίρβου, όταν βρήκαν το άγαλμα αμέσως τρελάθηκαν. Επίσης οι κάτοικοι των συνοικιών της Σπάρτης θυσιάζοντες εις την θεά για να λύσουν διαφορά την οποία είχαν, όχι μόνο δεν την έλυσαν, αλλά και κατέληξαν να σκοτωθούν μεταξύ τους και πολλοί φονεύτηκαν κατά την συμπλοκή γύρω από τον βωμό της θεάς, ενώ όσοι έζησαν πέθαναν όλοι από φοβερή ασθένεια. Και υπάρχει παράδοση ότι έπειτα από το γεγονός αυτό, έκαναν ανθρωποθυσίες στον βωμό και θυσιαζόταν εκείνος στον οποίο έπεφτε ο κλήρος. Ο Λυκούργος κατήργησε το έθιμο αυτό και το αντικατέστησε με μαστιγώσεις εφήβων γύρω από τον βωμό και έτσι γεμίζει με αίμα όταν γίνονται οι μαστιγώσεις. Έτσι εκπληρώνεται η θέληση της θεάς, αφού ο βωμός γεμίζει με ανθρώπινο αίμα.

Η ιέρεια που κρατάει το ξόανο βρίσκεται εκεί την ώρα της μαστίγωσης. Το ξόανο είναι πολύ μικρό και ελαφρύ, αλλά όταν οι μαστιγωτές χτυπούν ελαφρά κάποιον έφηβο, λόγω της ωραιότητάς του ή του αξιώματός του, τότε το ξόανο γίνεται πολύ βαρύ στα χέρια της ιέρειας. Τότε αυτή κατηγορεί τους μαστιγωτές και φωνάζει ότι πιέζεται από το βάρος εξαιτίας τους. Έτσι το άγαλμα αυτό συνήθισε από τις ανθρωποθυσίες στην Ταυρίδα να ευχαριστιέται από τα αίματα των ανθρώπων». (Παυσανίας Λακωνικά, 3, 16, 10-11)

Ο Φλάβιος Φιλόστρατος, στο "Βίο Απολλωνίου Τυανέως" ΣΤ' 20 αναφέρει το μαστίγωμα των νεαρών προς τιμήν της Ορθίας Αρτεμης αλλά ο φιλόσοφος "μεσσίας" Απολλώνιος ΔΕΝ το αποκηρρύτει!

Δείτε σε τι βρωμερούς θεούς πιστεύουν οι αρχαίοι έλληνες! Δείτε τι δαίμονες λατρεύουν! Δείτε το ηθικό και νοητικό τους επίπεδο!

Ευνουχισμοί νέων προς τιμήν τής Αρτέμιδος

Προς χάριν τής Αρτέμιδος, είχαμε αναφέρει σε άλλο άρθρο ότι βασανίζονταν οι νέοι.
 
Όμως δεν ήταν αυτό το μόνο έγκλημα τής δαιμονικής "θεάς" και τών ανθρωπόμορφων δαιμόνων ιερέων της, αλλά όπως και στη δαιμονική Κυβέλη, ευνούχιζαν επίσης για χάρη της τους νέους! Γιατί άραγε; Μήπως για να τους εκμεταλλεύονται σεξουαλικά;

Ο Στράβων στο ΙΔ' 1, 23 αναφέρει τον ευνουχισμό νεαρών στο ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο: "ιερέας δ' ευνούχους είχον ους εκάλουν Μεγαβύζους".
Και ο Παυσανίας Η' 13, 1 μιλάει για ευνούχους της Άρτεμης στην Ορχομενό και την Έφεσο.
 
Γενικευμένη ήταν φαίνεται η διαστροφή στους ναούς τής ψευτοθεάς αυτής.
Τι λέτε; Να φτιάξουμε πάλι ναούς της και να ευνουχίζουμε τα Ελληνόπουλα;
Και μετά παραπονιούνται οι Νεοπαγανιστές, γιατί οι Χριστιανοί γκρέμισαν μερικά από τα πορνεία τής αρχαίας θρησκείας! Όχι θα τους άφηναν να σακατεύουν, να βασανίζουν και να βιάζουν τον κόσμο!